- νεοπρεπής
- νεοπρεπής, -ές (Α)1. αυτός που αρμόζει σε νεαρά άτομα, ο νεανικός («μή πῃ πρεσβύτας ὑμᾱς ὄντάς νεοπρεπὴς ὢν ὁ λόγος παραπείσῃ», Πλάτ.)2. αυτός που έχει φρόνημα νεανικό, ελευθέριος, υπερβολικός3. νεωτεριστικός, μοντέρνος («κατασκευὰς οἰκοδομημάτων νεοπρεπεῑς», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μεγαλο-πρεπής].
Dictionary of Greek. 2013.